- απαράδοτος
- -η, -ο1. αυτός που δεν παραδόθηκε, δεν κληροδοτήθηκε από την παράδοση2. εκείνος ο οποίος δεν παραδόθηκε στον παραλήπτη («γράμμα απαράδοτο», «επιταγή απαράδοτη»)3. όποιος δεν παραδίνεται, ο ισχυρός («κάστρο απαράδοτο»)4. όποιος δεν έχει παραδοθεί, δεν έχει διδαχθεί («μάθημα απαράδοτο»)5. αυτός που δεν τον παρέδωσαν με κατάρες, στον διάβολο κ.λπ., ο αβλαστήμητος.
Dictionary of Greek. 2013.